(Φωτ. Apostolos Tzoganis)

 

ΕΚΕΙ ΣΤ' ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ

 

 

                    Ο «ΜΕΖΕΣ»

 

 

    Νωρίς-νωρίς το πρωί, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, οι εργάτες, που κατασκεύαζαν τον αγωγό του υδραγωγείου, που θα μετέφερε το νερό απ’ το βουνό στο χωριό, είχαν φτάσει στον τόπο της δουλειάς τους, αρκετά έξω απ’ το χωριό.

    Κρέμασαν τα σακούλια και τις τσάντες τους με το λιτό μεσημεριανό στους γύρω θάμνους και ρίχτηκαν στη δουλειά.

    Είχε περάσει αρκετή ώρα και καθώς η εργασία συνεχιζόταν κανονικά, ξαφνικά ο Βαγγέλης ο Λουμπάρης  βλέπει ένα σκύλο όρθιο στα πίσω του πόδια να προσπαθεί να αρπάξει το σακούλι με το φαγητό του, που ήταν κρεμασμένο σ’ ένα χαμηλό θάμνο εκεί κοντά.

    Αμέσως αφήνει κάτω το σκαμπάνι, σκύβει, αρπάζει μια πέτρα και την πετάει με δύναμη καταπάνω του. Η πέτρα βρίσκει το σκύλο στο ριζάφτι κι ο σκύλος πέφτει αμέσως κάτω και μένει ασάλευτος.

    Τρέχει ο Βαγγέλης γρήγορα προς το μέρος του και εξετάζοντάς τον διαπιστώνει πως ο θάνατός του απ’ το δυνατό χτύπημα ήταν ακαριαίος. Τον πιάνει απ’ την ουρά, τον σέρνει λίγο πιο κάτω, πίσω απ’ τους θάμνους κι επιστρέφει στη δουλειά του.

    Φτάνει πια μεσημέρι και οι εργάτες διακόπτουν  την εργασία για φαγητό και λίγη ανάπαυση.

    Και ξαφνικά, μετά το φαγητό, τη στιγμή που ανάβει το τσιγάρο του ο Βαγγέλης,  του κατεβαίνει η ιδέα:

    Σηκώνεται, βγάζει ένα σουγιά από την τσέπη του, τον ανοίγει και κατευθύνεται προς το νεκρό σκύλο. Σκύβει, αφαιρεί προσεκτικά απ’ το νεκρό αρσενικό σκύλο τους δυο γεννητικούς του αδένες (αμελέτητα) κι επιστρέφει. Τους τυλίγει στην πετσέτα, που είχε πριν  το ψωμί του, τους τοποθετεί στο σακούλι του και το κρεμάει πάλι στη θέση του.

    Ο φίλος του ο Λάμπρος ο Δούνακας, που τρώγανε παρέα και παρακολούθησε όλες του τις ενέργειες, απορημένος του λέει:

   -Ανάθεμα και καταλαβαίνω κάτι απ’ όλα αυτά, που κάνεις. Τι τα θέλεις αυτά; Δεν τα σιχαίνεσαι;

   -Θα σου εξηγήσω αργότερα, του απαντάει μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Βαγγέλης.

    Ξαναπιάνουν πάλι δουλειά και το απόγευμα, που σχόλασαν κι επέστρεφαν στο χωριό, ο Βαγγέλης αποκαλύπτει στο φίλο του το Λάμπρο το σχέδιό του.

    Φτάνουν στο χωριό και μπαίνουν στο καφενείο του Γρηγοριά του Ζαντραβέλη.      Κάθονται σ’ ένα τραπέζι και ο Βαγγέλης καλεί τον καφετζή και του δίνει την πετσέτα με τους «μεζέδες»:

   -Φτιάξε μας καφέ και βάλε αυτά στα κάρβουνα. Μόλις ψηθούν, μας φέρνεις κι από ένα ούζο.

    (Ήταν εποχή, που δεν υπήρχε ακόμα υγραέριο ή ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Ακόμα κι οι καφέδες ψήνονταν στη φωτιά, που πάντα έκαιγε στο μικρό, υπερυψωμένο και χωνευτό τζάκι του καφενείου).

    Οι δυο φίλοι έπιναν το καφεδάκι τους, ξεκουράζονταν και δεν άφηναν από τα μάτια τους τον καφετζή.

    Μετά από αρκετή ώρα τον βλέπουν να βγάζει τον έναν απ’ τους δυο «μεζέδες» απ’ τα κάρβουνα, να τον βάζει γρήγορα-γρήγορα, καυτόν όπως ήταν, στο στόμα  του και να τον μασάει.

   -Μηηη!!!  Μην το τρως, φτύσ’ το! Είναι από σκύλο. Μηηη!!! Βγάλ’ το! του φωνάζουν κι οι δυο μαζί και τρέχουν γρήγορα προς το μέρος του, αλλά εκείνος το είχε ήδη καταπιεί.

    Κι όταν πια συνειδητοποίησε αυτά, που του έλεγαν ξέσπασε σε ακατάσχετο εμετό μπροστά στα μάτια όλων των θαμώνων του καφενείου βγάζοντας τελικά ό,τι  είχε φάει.

    Από τότε ο λαίμαργος Γρηγοριάς έκοψε οριστικά την κακή του συνήθεια. Πού να ξανατολμήσει  να βάλει ξένο μεζέ στο στόμα του!

 

                                                                                  Κατσικογιώργος Ιωάννης

                                                                                  Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                                  Καλοκαίρι του 2017

                                                                                  Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

                          (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ » - αριθ. φύλ.  200  -  σελ.  7)

 

                                                      

                                              Αρχική σελίδα