ΕΚΕΙ ΣΤ' ΑΠΟΣΚΙΑ ΤΟΥ . . . ΧΩΡΙΟΥ

 

 

  Ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ-ΤΡΟΧΟΝΟΜΟΣ

 

    Κόντευε μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, όταν ο Βασίλης ο Μπάρδας, ο Αγροφύλακας, τελειώνοντας την υπηρεσία του σε κτήματα του γειτονικού συνοικισμού κατέβαινε προς την εθνική οδό για να επιστρέψει στο χωριό.

    Πλησιάζοντας προς το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής βλέπει ξαφνικά στα δεξιά του, λίγα μέτρα πιο πέρα απ΄την άκρη του δρόμου, να κρέμεται απ’ το κλωνάρι ενός δέντρου σαν τεράστιο τσαμπί σταφυλιού ένα μελίσσι.

    Κοντοστέκεται, πλησιάζει και καθώς παρατηρεί με κάθε λεπτομέρεια τη συμπεριφορά των μελισσών, που κρέμονταν απ’ το κλωνάρι, αλλά και των άλλων που πετούσαν τριγύρω, του γεννιέται η ιδέα να το μαζέψει και να το μεταφέρει στο σπίτι του.

    Έλα όμως που ούτε πού να το βάλει είχε τη στιγμή εκείνη, ούτε και η ώρα ήταν κατάλληλη με ένα μεγάλο μέρος του μελισσιού να πετά γύρω απ’ τον κύριο όγκο του.

    Η πιο κατάλληλη ώρα να το μαζέψει ήταν η ώρα της δύσης του ήλιου.

    Απομακρύνεται αργά-αργά σκεφτικός και παίρνοντας την απόφαση να επιστρέψει με τη δύση του ήλιου συνεχίζει το δρόμο του.

    Επιστρέφει στο σπίτι του και μετά το μεσημεριανό φαγητό ξαπλώνει στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.

    Η έγνοια του όμως για το μελίσσι δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι, παρ’ όλη την κούραση που ένοιωθε απ’ την πρωινή πεζοπορία.

 

                                                                                                           (Φωτ.orinimelissa.blogspot.com)          

 

    Απόγευμα  πια  σηκώνεται, φοράει τη στολή του, πίνει τον απογευματινό του καφέ με τη σύζυγό του, «τη Βασίλω τη δική του» όπως την αποκαλούσε, και παίρνοντας μαζί του διπλωμένο ένα μεγάλο άσπρο σεντόνι για ν’ αποθηκέψει και να μεταφέρει το μελίσσι, ακολουθεί το δρόμο της επιστροφής.

    Φτάνοντας λίγο πριν τη δύση του ήλιου κάτω απ’ το δέντρο, που το μεσημέρι κρεμόταν το μελίσσι, διαπιστώνει έκπληκτος ότι αυτό είχε γίνει άφαντο.

   -Τι να είχε συμβεί; αναρωτήθηκε. Μάλλον το μελίσσι σε κάποια επόμενη στιγμή άλλαξε θέση ή κάποιος κάτοικος του συνοικισμού εκείνου τον πρόλαβε.

    Έψαξε για λίγο στη γύρω περιοχή μήπως το πετύχει σε κάποιο άλλο δέντρο και τελικά απογοητευμένος παίρνει το δρόμο του γυρισμού.

    Αφού διήνυσε περίπου ένα χιλιόμετρο, φτάνει στην εθνική οδό και ακολουθεί την κατεύθυνση προς το χωριό.

    Σ΄όλη τη διάρκεια της πορείας του πρόσεχε μην περάσει κάποιος γνωστός με το αυτοκίνητό του και τον απαλλάξει απ’ την πεζοπορία, αλλά αυτό παρουσιαζόταν απίθανο για την εποχή εκείνη, που η κίνηση στους δρόμους ήταν περιορισμένη.

    Εξ’ άλλου σ’ όσους-ελάχιστους- επιχείρησε να κάνει ωτοστόπ, όλοι τους τον προσπερνούσαν αδιάφοροι.

 

                                                                                                                          (Φωτ. iteakarditsas.blogspot.com)

 

 

     Έχει ήδη σκοτεινιάσει. Κατάκοπος πια ανεβαίνει με δυσκολία τη μικρή ανηφόρα της εθνικής οδού αρκετά έξω απ’ το χωριό και ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίζεται:

    Ξεδιπλώνει το σεντόνι που είχε μαζί του, το ξαναδιπλώνει προσεκτικά μετατρέποντάς το σε μια άσπρη ταινία, στέκεται στην άκρη του δρόμου και περιμένει.

    Σε λίγο  το πρώτο Ι.Χ. αυτοκίνητο με κατεύθυνση προς το χωριό εμφανίζεται χαμηλά στη στροφή του δρόμου.

    Τοποθετεί γρήγορα-γρήγορα πλάγια μπροστά στο στήθος του το σεντόνι-ταινία και κρατώντας το από πίσω με το αριστερό του χέρι  κάνει σινιάλο στον οδηγό να σταματήσει.

    Ο οδηγός μέσα στο σκοτάδι εξαπατήθηκε νομίζοντάς τον για πραγματικό Τροχονόμο και προσπερνώντας τον σταμάτησε λίγα μέτρα πιο πάνω.

    Ο Αγροφύλακας, όταν είδε ότι το αυτοκίνητο σταμάτησε, τότε κατάλαβε το ανόητο εγχείρημα, που διέπραξε και φοβούμενος τις πιθανές άσχημες συνέπειες βγαίνει τρέχοντας έξω απ’ το δρόμο και κρύβεται στους θάμνους.

    Ο οδηγός του Ι.Χ. περιμένει για λίγο και αφού δε βλέπει κανέναν να πλησιάζει προς το αυτοκίνητο, συνεχίζει την πορεία του, ενώ ο Βασίλης ο Μπάρδας ακούγοντας το αυτοκίνητο ν’ απομακρύνεται βγαίνει αργά-αργά ανακουφισμένος απ’ την κρυψώνα του μονολογώντας:

   -Βρε, τι  πήγα να πάθω στα καλά καθούμενα!

   Και τοποθετώντας ξανά το σεντόνι κάτω απ’ τη μασχάλη του συνεχίζει την πορεία προς το χωριό ταχύνοντας όσο πια μπορεί το βήμα του μήπως και προλάβει την περιφορά του Επιταφίου.

 

                                                                                                        

                                                                                                     Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                                                     Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                                                     Μάρτιος του 2017

                                                                                                     Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

 

          

 

                                        (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ.φύλ. 198 - σελ. 7)    

 

 

                              Αρχική σελίδα