ΚΑΛΛΟΝΗ  (Φωτ. stathis liakos)
 
 
 
 
           ΜΑΘΗΤΙΚΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ                     ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 50
 
 
 

  Στο μικρό χωριό μας, την Καλλονή (πρώην Πουλιάνα) της Κοινότητας Κυψέλης (πρώην Χώσεψης) Άρτας, λειτουργούσε στη δεκαετία του 1950 μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν εξήντα με εβδομήντα περίπου μαθητές.

    Στεγαζόταν σ’ ένα μικρό ορθογώνιο κτίριο, που είχε ανεγερθεί απ’ τους χωριανούς στις αρχές τις δεκαετίας του 1920 για το σκοπό αυτό μέσα σε εκκλησιαστικά κτήματα (βακούφια).

   Διέθετε  μια αίθουσα διδασκαλίας κι ένα μικρό γραφείο- κατοικία Δασκάλου με τζάκι, η πρόσβαση στο οποίο γινόταν μόνο μέσα από την αίθουσα.

    Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 λόγω αύξησης του αριθμού των μαθητών καταργήθηκε το γραφείο-κατοικία και ολόκληρος ο χώρος του κτιρίου μετατράπηκε σε αίθουσα διδασκαλίας με το τζάκι να θερμαίνει (όσο ήταν δυνατόν) τους χειμερινούς μήνες τους μαθητές, οι οποίοι καθημερινά με την προσέλευσή τους στο Σχολείο έφερναν κι από ένα καυσόξυλο.

    Φοίτησα στο εν λόγω Σχολείο από το 1951 μέχρι το 1957.

   Ο Δάσκαλός μας, ο αείμνηστος χωριανός μας Γιάννης Παπαχρίστος, ακούραστος, μοχθούσε καθημερινά με τα ελάχιστα μέσα της δύσκολης εκείνης εποχής να μας προσφέρει όλα τα πνευματικά εφόδια, με τα οποία θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε και να εξελιχτούμε σε άτομα ικανά και χρήσιμα στην κοινωνία.

 

                 Σχολικό έτος 1952-1953:  Έξω απ' το Σχολείο.                    (Φωτ. Ναυσ. Παπαχρίστου-Παππά)

 

   Την περίοδο αυτή, όπως σ΄ όλα σχεδόν τα χωριά της πατρίδας μας, έτσι και στο χωριό μας λειτουργούσαν μαθητικά συσσίτια.

    Στο Σχολείο μας τα συσσίτια αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο  παρά ένα κύπελλο γάλα, ένα μικρό κομμάτι κίτρινο τυρί (τύπου Ολλανδίας) κι ένα μικρό κομμάτι ασπροκίτρινο βούτυρο καθημερινά.

   Τα εφόδια αυτά τα προμηθευόταν ο Δάσκαλός μας απ’ την Επιτροπή Μαθητικών Συσσιτίων Νομού Άρτας και ελλείψει αποθηκευτικού χώρου στο Σχολείο τα διατηρούσε στην αποθήκη του σπιτιού του.

   Κάθε πρωί ετοίμαζε την ανάλογη ποσότητα της σκόνης του γάλατος, της ζάχαρης και του κακάου,  έκοβε τις μερίδες του τυριού και  του βούτυρου, τα τοποθετούσε μέσα σε δοχεία απ’ αυτά, που τα ίδια ήταν κονσερβαρισμένα  και περνώντας κάποιοι γείτονες μαθητές τα έφερναν στο σχολείο.

    Άρχιζε το πρωινό μάθημα από τις μεγαλύτερες τάξεις και στη συνέχεια με τη σειρά προς τις μικρότερες.

   Κι όταν πλησίαζε η ώρα για το βράσιμο του γάλατος, δυο μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων έπαιρναν το τσίγκινο καζάνι, που κρεμόταν στον τοίχο σε μια γωνιά της αίθουσας και κατέβαιναν κάτω χαμηλά στο ρέμα, στη βρύση «Μπουρλότο», έβαζαν το ανάλογο νερό, το μετέφεραν στο Σχολείο και το έβαζαν στο τζάκι για να βράσει. Αν δε  το τζάκι λόγω εποχής δεν ήταν αναμμένο, οι δυο μαθητές φρόντιζαν από νωρίτερα να το ανάψουν. 

 

 Κυριακή 23 Ιουνίου 1957: Το Σχολείο στην πλατεία του χωριού μετά τη Θ. Λειτουργία και λίγο πριν  τη σχολική γιορτή των Εξετάσεων.                                                  (Φωτ. Ναυσ. Παπαχρίστου - Παππά           

 

    Μόλις το νερό έβραζε, ο Δάσκαλος έριχνε στο καζάνι τη σκόνη του γάλατος, τη ζάχαρη και το κακάο και οι δυο μαθητές ανακάτευαν συνέχεια με μια μεγάλη ξύλινη ξύστρα για να μην κολλήσει.

     Στην ώρα του διαλείμματος το ρόφημα ήταν πια έτοιμο.

    Οι δυο μαθητές μετέφεραν προσεκτικά το καζάνι στην καθιερωμένη γωνιά της αυλής, οι μαθητές μπαίναμε στη γραμμή κρατώντας ο καθένας το κυπελλάκι του και ο Δάσκαλος ημικαθισμένος δίπλα απ’ το καζάνι μοίραζε με το κύπελλο διανομής με τη σειρά σ’ όλους μας.

     Αν υπήρχε και περίσσευμα, μερικοί έπαιρναν και συμπλήρωμα.

   Αφού τέλειωνε η διανομή, πίναμε γρήγορα-γρήγορα το γάλα μας και τρέχαμε κάτω στη βρύση «Μπουρλότο» να πλύνουμε τα κυπελλάκια μας για να τα έχουμε καθαρά την επόμενη μέρα.

     Μερικοί φυσικά δεν κατέβαιναν στη βρύση, γιατί τα μετέφεραν καθημερινά στα σπίτια τους.

     Επίσης και οι δυο ορισμένοι μαθητές κατέβαιναν στη βρύση, όπου έπλεναν καθαρά το καζάνι, την ξύστρα και το κύπελλο διανομής και με την επιστροφή τους στο Σχολείο τα κρεμούσαν το καθένα στη θέση του.

 

                           Το  διδακτήριο στις  αρχές της 10ετίας του 60.                             (Φωτ. Δημ. Παππάς)

 

    Το μάθημα συνεχιζόταν μετά το διάλειμμα μέχρι τη μεσημεριάτικη διακοπή, οπότε μπαίναμε στο ίδιο σημείο και πάλι στη γραμμή και ο Δάσκαλος μάς μοίραζε το τυρί και το βούτυρο.

    Το τυρί άλλοι το έτρωγαν εκείνη τη στιγμή κι άλλοι το μετέφεραν στα σπίτια τους. Το βούτυρο ήταν άνοστο και σχεδόν  κανένας μας δεν το έτρωγε. Το μεταφέραμε στα σπίτια μας και το παραδίδαμε στη μητέρα μας.

    Μερικοί μαθητές όμως, απ’ αυτούς που κατοικούσαν μακριά απ’ το χωριό και που δεν επέστρεφαν στα σπίτια τους το μεσημέρι, αλλά έμεναν στο Σχολείο για το απογευματινό μάθημα, πολλές φορές τηγάνιζαν το τυρί με το βούτυρο σ’ ένα τενεκεδάκι και συμπλήρωναν έτσι τη  λιγοστή «ξηρά τροφή», που έφερναν από τα  σπίτια τους.

    Αξέχαστες παλιές μνήμες, άσχημες, από χρόνια δύσκολα, μεταπολεμικά, χρόνια φτώχειας, πείνας και στερήσεων . . .

 

 

 

                                                                                                Γιάννης Κατσικογιώργος

                                                                                                Συνταξιούχος   Δάσκαλος       

                                                                                                Χειμώνας του 2016

                                                                                                Μενίδι Αιτωλ/νίας

 

 
                    (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλ. 194 - σελ. 4)
   
 
 
 

                               Αρχική σελίδα