ΑΓΝΑΝΤΑ (Φωτ. thsallas)                                                                                                        

 

  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ

 

 

 

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ  ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 

 

   ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΝΑΝΤΩΝ

 

 

   Σχολικό έτος 1956-1957, μαθητής τότε στο Δημοτικό Σχολείο Καλλονής της Κυψέλης Άρτας και οι γονείς μου πήραν τη μεγάλη απόφαση: Να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο Αγνάντων!

   Έτσι μαζί με άλλους δυο συμμαθητές μου, το συνομήλικο ανιψιό μου Βαγγέλη Κατσικογιώργο και τον αγαπητό μας φίλο, το Χρήστο το Σκανδάλη, αρχίσαμε να προετοιμαζόμαστε.

   Οι εξετάσεις ορίστηκαν για την και 2η Ιουλίου 1957, ημέρες Δευτέρα και Τρίτη αντίστοιχα.

   Επειδή την Κυριακή, εκείνη την εποχή, δεν εκτελούνταν συγκοινωνία στα ορεινά της Άρτας, μισθώσαμε το «καρναβαλάκι» του συγχωριανού μας, του Αλέκου του Παππά, που εκτελούσε το δρομολόγιο Άρτα-Κυψέλη, να μας μεταφέρει στ’ Άγναντα.

   Κυριακή πρωί, λοιπόν, 30 Ιουνίου, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, ξεκινήσαμε.

   Μας συνόδευε ο πατέρας μου και ο πατέρας του Χρήστου. Μαζί μας και ο ιερέας της Κυψέλης, ο πατέρας Χαρίλαος Λιάσκας, συνοδεύοντας το γιο του τον Αποστόλη, που θα έπαιρνε μέρος κι αυτός στις εξετάσεις.

   Ο δρόμος την εποχή εκείνη ήταν στενός, με πολλές στροφές και φυσικά… χωματόδρομος κι η χαρά μας για το ταξίδι πάρα πολύ μεγάλη, γιατί πρώτη φορά  ταξιδεύαμε μακριά απ’ το χωριό μας και μάλιστα με αυτοκίνητο!

   Στο αμέσως επόμενο χωριό, τη Ράμια, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο κι άλλοι μαθητές. Απ΄ αυτούς μια μαθήτρια, η Γεωργία η Αράπη, θα συμμετείχε στις εισαγωγικές εξετάσεις μαζί μας, ενώ οι υπόλοιποι ήταν μαθητές του Γυμνασίου και μετέβαιναν στ’ Άγναντα για να πληροφορηθούν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεών τους.

   Περάσαμε τα Λεπιανά, τη Μικροσπηλιά, την όμορφη τη Σγάρα με τα πολλά νερά, τα δροσερά πλατάνια και το νερόμυλο του Αντωνάκη του Γραβιά δίπλα απ’ την παλιά πέτρινη γέφυρα και συνεχίσαμε ανηφορίζοντας προς τ’ Άγναντα ανυπομονώντας να δούμε από κοντά το μεγάλο αυτό χωριό με τα πολλά σπίτια, τα πολλά και μεγάλα καταστήματα και το ξακουστό Γυμνάσιο.

   Σ’ ολόκληρη τη διαδρομή οι μαθητές της Ράμιας μάς διασκέδαζαν τραγουδώντας πότε το σχολικό τραγούδι: «Τι ζητούν οι Άγγλοι στο νησί της Κύπρου…» (εποχή  γεγονότων στην Κύπρο) και πότε το: «Α ρε γιε μου κανακάρη…» ή το λαϊκό σουξέ της εποχής: «Όπου Γιώργος και μάλαμα…».

   Μετά από δυο ώρες περίπου ταξίδι και καθώς παίρνουμε τη στροφή πάνω απ’ την Αγ. Παρασκευή ξανοίγονται απότομα μπροστά μας τ’ Άγναντα!

  -Ααα! Τι μεγάλο χωριό! ξεφωνήσαμε.

   Σε λίγο φτάνουμε στη μικρή και στενή πέτρινη γέφυρα, που ένωνε τότε τ’ Άγναντα με τα Παλιάμπελα. Ο οδηγός διστάζει να περάσει το στενό πέτρινο γεφυράκι, που ίσα-ίσα χωρούσε το «καρναβαλάκι» και μας κατεβάζει όλους λέγοντας: 

  -Αν είναι να γκρεμιστούμε όλοι, ας πάω εγώ μόνος με το αυτοκίνητό μου!

   Σιγά-σιγά το αυτοκίνητο άδειο περνάει τη γέφυρα κι εμείς πεζοί ανεβαίνουμε στην πλατεία του χωριού και καθόμαστε στο τότε καφενείο του Μαυροπάνου, δίπλα ακριβώς απ’ το παντοπωλείο του Γιώργου Αηδόνη, όπου οι γονείς μας παράγγειλαν καφέ.

   Σε λίγο μας πλησιάζει κάποιος κύριος με κοστούμι, γραβάτα κι ένα άσπρο καλοκαιρινό καπέλο με μαύρη κορδέλα γύρω-γύρω και πιάνει κουβέντα με τους γονείς μας.

   Οι γονείς μας μάς είπαν ότι είναι ο Παντελής ο Χουλιάρας, ο Διευθυντής του Γυμνασίου. Αμέσως σηκωθήκαμε, τον χαιρετήσαμε και του φιλήσαμε το χέρι, ενώ εκείνος με τη σειρά του μας διαβεβαίωσε ότι τα θέματα, στα οποία θα μας εξετάσουν θα είναι εύκολα. Να μη φοβόμαστε είπε και αμέσως παράγγειλε στον καφετζή να μας φέρει από ένα λουκουμάκι!

   Στη συνέχεια κατευθυνόμαστε στο σπίτι της Σπυριδούλας του Κεφάλα, της μετέπειτα σπιτονοικοκυράς μας, η οποία μας φιλοξένησε όλες τις μέρες των εξετάσεών μας.

   Πρωί-πρωί την άλλη μέρα όλοι οι υποψήφιοι με τους συνοδούς μας συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο του Γυμνασίου.

   Μετά από αρκετή ώρα ο επιστάτης του Σχολείου, ο Στέλιος ο Σκουληκαρίτης, χτυπάει το κουδούνι και αμέσως παρατασσόμαστε στο χώρο μεταξύ του κτιρίου του Γυμνασίου με τις τρεις ισόγειες αίθουσες (δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμα οι αίθουσες του ορόφου) και του μισθωμένου κτιρίου του Σκουληκαρίτη με τις άλλες τρεις αίθουσες και το Γραφείο των καθηγητών.                                                                                            

            

                  Άνοιξη του 1959 σε εκδρομή του Γυμνασίου στο λόφο πάνω από το Ζίφκο.                                 Από αριστερά: Γιάννης Κατσικογιώργος και Νίκος Χασαλεύρης.                                                                                                                                                                                                                            

    Κάποιος από μας είπε την προσευχή και στη συνέχεια ο Διευθυντής μάς ενημέρωσε ότι σήμερα θα γίνονταν οι προφορικές εξετάσεις και την άλλη μέρα οι γραπτές. Μας τόνισε δε ότι για τις γραπτές εξετάσεις θα έπρεπε να έχομε μαζί μας έναν κονδυλοφόρο με την πέννα του μαζί, ένα μπουκαλάκι μελάνη γραφής μπλε κι ένα κομμάτι στυπόχαρτο. (Δεν είχαν κυκλοφορήσει, βλέπετε, ακόμα τα στυλό διαρκείας).                                                                                       

   Για τις προφορικές εξετάσεις τρεις-τρεις με απόλυτη αλφαβητική σειρά θ’ ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια στο κτίριο του Σκουληκαρίτη και θα εξεταζόμαστε προφορικά.

   Σε λίγο ξεκινάει η εκφώνηση των ονομάτων.

   Πέρασε πολλή ώρα, ανεβοκατέβηκαν πολλοί μαθητές, που με αγωνία τους ρωτούσαμε για τις ερωτήσεις, που τους έκαναν κι έφτασε επί τέλους η σειρά μου:

  -Κατσικογιώργος Ιωάννης, Κολοβού Φωτεινή και…(δε θυμάμαι πια το όνομα του τρίτου μαθητή).

   Με καρδιοχτύπι ανέβηκα τις σκάλες και να’ μαστε και οι τρεις  καθισμένοι στο ίδιο θρανίο στην πρώτη αίθουσα, όπου θα μας εξέταζαν στα Θρησκευτικά και την Ιστορία.

   Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει.

   Η πρώτη ερώτηση σ’ εμένα απ’ το Θεολόγο το Γιάννη το Βρακέλλο:

  -Πες μου, παιδί μου, το απολυτίκιο της Πεντηκοστής.

  -«Ευλογητός ει, Χριστέ, ο Θεός ημών…» και το ολοκληρώνω αμέσως.

   Ηρέμησα κάπως μετά την πρώτη μου επιτυχία.

   Η επόμενη ερώτηση απ’ τη Φιλόλογο Γεωργία Παπασιδέρη:

  -Ξέρεις να μου πεις, τι ήταν ο κεφαλικός φόρος;

   Το καρδιοχτύπι συνεχιζόταν κι όλα στο μυαλό μου ήταν μπερδεμένα. Σκέφτομαι λίγο κι απαντώ διστακτικά:

  -Ήταν ο φόρος, που πλήρωναν οι Έλληνες στους Τούρκους, ανάλογα με το...πόσα κεφάλια ζώα είχε ο καθένας!

  -Όχι, μου λέει. Αυτός ήταν ο ζωικός φόρος.

    Τα’ χασα εγώ.

    Κι απευθυνόμενη στη διπλανή μου:

  -Μήπως ξέρεις εσύ;

  -Ήταν ο φόρος, που πλήρωναν οι Έλληνες στους Τούρκους για να έχουν το δικαίωμα να φέρουν το κεφάλι τους στους ώμους τους, απάντησε εύστοχα η Φωτεινή.

   Και μετά από λίγες ακόμα ερωτήσεις οδηγηθήκαμε στη μέσα αίθουσα, όπου θα μας εξέταζαν στη  Γεωγραφία και τα Μαθηματικά

   Αφού ο Φιλόλογος Αποστόλης Σπυρόπουλος (ελλείψει Φυσικού) μας έκανε μερικές ερωτήσεις Γεωγραφίας σχετικές με γεωφυσικά στοιχεία και πρωτεύουσες της Ευρώπης, στις περισσότερες απ’ τις οποίες απαντήσαμε σωστά, ήρθε η σειρά των  Μαθηματικών.

   Ο Μαθηματικός και Διευθυντής του Σχολείου Παντελής Χουλιάρας είχε από πριν γραμμένο στον πίνακα ένα πρόβλημα της σύνθετης μεθόδου των τριών και ζήτησε από μας να κάνουμε την κατάταξη, τη σύγκριση των ποσών και στη συνέχεια να καταστρώσουμε τη λύση του προβλήματος.

   Τελικά μετά από πολλές προσπάθειες και με τη βοήθεια του καθηγητή τα καταφέραμε.

   Η επόμενη μέρα άρχισε με τη γραπτή μας εξέταση στα Ελληνικά στη δυτική αίθουσα του κτιρίου του Γυμνασίου.

   Αφού γράψαμε τα προκαταρκτικά (ημερομηνία, ονοματεπώνυμο κ.τ.λ.) επάνω-επάνω στην κόλλα του διαγωνίσματος, ο Σπυρόπουλος άρχισε να μας υπαγορεύει αργά και προσεχτικά το κείμενο για την ορθογραφία από το μάθημα του τότε Αναγνωστικού της ΣΤ΄ Δημοτικού «Η ΣΗΜΑΙΑ»:                                                                  

  -«Σύμβολον της πατρίδος, της γλυκείας μητρός όλων ημών, είναι η σημαία…»                   

   Ταυτόχρονα ο επιστάτης του Γυμνασίου περνούσε από θρανίο σε θρανίο και κολλούσε επάνω απ’ το ονοματεπώνυμό μας ένα μπλε αδιαφανές ορθογώνιο κομμάτι χαρτί για το αδιάβλητο της εξέτασης.

   Στη συνέχεια μας υπαγόρευσε τις γραμματικές ασκήσεις, στις οποίες έπρεπε ν’ απαντήσουμε και τέλος το θέμα της έκθεσης, που έπρεπε ν’ αναπτύξουμε:

  «Πώς παίζω με το σκύλο μου».

   Το επόμενο δίωρο και στην ίδια αίθουσα ακολούθησε η γραπτή εξέταση στα Μαθηματικά.

   Ο Χουλιάρας μας υπαγόρευσε τρία προβλήματα, σύνθετης μεθόδου και τόκου, απ’ τα οποία έπρεπε να λύσουμε τα δύο, ενώ ο επιστάτης επαναλάμβανε και πάλι την απόκρυψη του ονοματεπωνύμου μας.

   Πρωί-πρωί την άλλη μέρα, απαλλαγμένοι πια απ’ το άγχος των εξετάσεων, πήραμε το δρόμο της επιστροφής με το «καρναβαλάκι» της γραμμής γεμάτοι όνειρα κι ελπίδες…

  

                                 

                                                                  Γιάννης Κατσικογιώργος 

                                                                    Συνταξιούχος Δάσκαλος

                                                                    Χειμώνας 2012

                                                                    Μενίδι Αιτωλ/νίας

                                                                   

 

  (Εφημ. «ΑΓΝΑΝΤΑ ΑΡΤΑΣ» - αριθ. φύλ. 178 - σελ. 8https://agnanta.com.gr/)                                                    

 

                                          Αρχική σελίδα